Feature

Παγιδευμένοι στη μετάβαση: Σημεία «μεταναστευτικής συμφόρησης» στην κεντρική Μεσόγειο 

Χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται καθηλωμένοι ανάμεσα στην Τυνησία και στην Ιταλία, στο πλαίσιο ενός μεταναστευτικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για να τους κρατάει μακριά από την Ευρώπη. Πώς επηρεάζουν οι τρέχουσες πολιτικές τους μετανάστες και τι μπορούν να αλλάξουν οι περιφερειακοί φορείς για να προωθήσουν τη βιωσιμότητα στην περιοχή;

Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση, κατόπιν σχετικής άδειας και μετάφρασης στα ελληνικά από το iMEdD, του πολυμεσικού θέματος με τίτλο «Trapped in Transit», που αρχικά δημοσιεύθηκε από το CSIS στις 28 Ιανουαρίου 2025 εδώ.  

Γιατί υπάρχουν τα «σημεία συμφόρησης;» 

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, μια βάρκα γεμάτη μετανάστες ανατράπηκε στα ανοιχτά της νήσου Τζέρμπα στην Τυνησία. Πνίγηκαν δεκαπέντε Τυνήσιοι, ανάμεσά στους οποίους και τρία παιδιά. Η Εθνική Φρουρά της Τυνησίας ενημερώθηκε για το ναυάγιο από μετανάστες που κατάφεραν να κολυμπήσουν ως την ακτή. 

Η Τζέρμπα βρίσκεται κοντά στα σύνορα Τυνησίας-Λιβύης, κατά μήκος μιας διαδεδομένης μεταναστευτικής διαδρομής μέσω της Κεντρικής Μεσογείου. Η διαδρομή αφορά συνήθως μετανάστες από την Αλγερία, τη Λιβύη, την Τυνησία και την Αίγυπτο που ταξιδεύουν προς την Ιταλία, κυρίως τη Σικελία, τη Λαμπεντούζα και τη Μάλτα. Η διαδρομή αυτή θεωρείται η πιο θανατηφόρα μεταναστευτική οδός στον κόσμο. 

Κάθε μεταναστευτική οδός έχει τα δικά της «σημεία συμφόρησης» (chokepoints), αλλά οι διαδρομές που διασχίζουν τη Μεσόγειο έχουν τα περισσότερα. Τα «σημεία συμφόρησης» είναι ένα πολυσύχναστο τμήμα των μεταναστευτικών διαδρομών που επέτρεπαν στο παρελθόν τη διέλευση μεγάλου αριθμού ανθρώπων προς την Ευρώπη, στις οποίες οι κυβερνήσεις έχουν τώρα επιβάλει νέες πολιτικές που καθιστούν τα ταξίδια αυτά πολύ πιο δύσκολα από ό,τι ήταν πριν. 

Ο Γουίλ Τόντμαν, αναπληρωτής διευθυντής και υψηλόβαθμος συνεργάτης του Προγράμματος για τη Μέση Ανατολή στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS) της Ουάσιγκτον, δίνει ένα παράδειγμα. «Κάποιοι άνθρωποι που πίστευαν ότι μέσω της Αιγύπτου θα μπορούσαν να μεταβούν εύκολα στην Ιταλία μπορεί τώρα να έχουν κολλήσει στη Λιβύη λόγω των πολιτικών εξωτερικοποίησης που έχουν υιοθετήσει η ΕΕ και τα ευρωπαϊκά κράτη». 

Μετανάστες συνωστίζονται στο κατάστρωμα του περιπολικού σκάφους της Ιταλικής Ακτοφυλακής καθώς φτάνει στο λιμάνι της Λαμπεντούζα, 18 Σεπτεμβρίου 2023. EPA/CIRO FUSCO   

Πολιτικές εξωτερικοποίησης  

Τα κράτη προορισμού εφαρμόζουν πολιτικές εξωτερικοποίησης (externalization policies), ένα είδος στρατηγικής διαχείρισης της μετανάστευσης, για να επεκτείνουν τα σύνορά τους προς τα έξω και να εμποδίσουν τους υποψήφιους μετανάστες να φτάσουν στο έδαφός τους χωρίς προηγούμενη άδεια ή έλεγχο. 

Αυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία «σημείων συμφόρησης» στις χώρες αναχώρησης. Δεν είναι απαραίτητο κάθε μέρος όπου συγκεντρώνονται πολλοί μετανάστες, αιτούντες άσυλο ή πρόσφυγες να αποτελεί «σημείο συμφόρησης». Ορισμένοι πρόσφυγες προσπαθούν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στις πατρίδες τους και δεν επιδιώκουν απαραίτητα να φτάσουν στην Ευρώπη. 

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μιλά κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά την υπογραφή συμφωνίας «στρατηγικής συνεργασίας» μεταξύ Τυνησίας και ΕΕ, Τύνιδα, Τυνησία, 16 Ιουλίου 2023. EPA/TUNISIA PRESIDENCY /

Φύλακες και σημεία αναχώρησης 

Από τότε που το Μαρόκο έγινε ο φύλακας των μεταναστευτικών ροών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βόρεια Αφρική, η Λιβύη και η Τυνησία έχουν αναδειχθεί σε βασικά σημεία αναχώρησης για τους μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική, ιδίως εκείνους που κατευθύνονται προς το ιταλικό νησί Λαμπεντούζα. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσεγγίσει και αυτές τις δύο χώρες στο πλαίσιο της εξωτερικοποίησης του μεταναστευτικού ελέγχου. 

Για χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναθέτει τον έλεγχο των συνόρων της σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπως η Τυνησία, μεταφέροντας σε αυτές τις χώρες τις ευθύνες για την αντικανονική μετανάστευση. Η στρατηγική αυτή επικεντρώνεται στην ενίσχυση της ικανότητας των εν λόγω χωρών να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται τα σύνορά τους. Η μετατροπή της Τυνησίας σε μεταναστευτικό κόμβο την έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών προσπαθειών για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών.  

Η προσέγγιση αυτή συχνά περιλαμβάνει σημαντική οικονομική βοήθεια, όπως η αμφιλεγόμενη συμφωνία ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τυνησίας το 2023. Μολονότι η χρηματοδότηση αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφάλειας και στη μείωση των διελεύσεων, συχνά δίνει προτεραιότητα στη στρατιωτικοποίηση αντί της αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτίων της μετανάστευσης.  

Για παράδειγμα, η Ιταλία βοήθησε στην εκπαίδευση και στον εξοπλισμό της ακτοφυλακής της Λιβύης το 2017, η οποία λειτουργεί σαν σώμα αντιπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τις πολυάριθμες αναφορές για κακοποίηση μεταναστών, το διμερές σύμφωνο Ιταλίας και Λιβύης ανανεώθηκε το 2023. Οι κακές συνθήκες στη Λιβύη έχουν ωθήσει τους μετανάστες σε εναλλακτικές διαδρομές προς την Ευρώπη, όπως η Τυνησία. 

Η Τυνησία και η Ευρωπαϊκή Ένωση 

Το 2023, η Τυνησία έγινε η κύρια χώρα επιβίβασης για τους μετανάστες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη, εκτοπίζοντας τη Λιβύη, η οποία ήταν το κύριο σημείο αναχώρησης από τη Βόρεια Αφρική για χρόνια. Τουλάχιστον 97.306 μετανάστες έφτασαν στην Ιταλία από την Τυνησία το 2023, τρεις φορές περισσότεροι από ό,τι το 2022. 

Τον Ιούλιο του 2023, η συμφωνία ΕΕ-Τυνησίας για το μεταναστευτικό έσωσε τη χώρα του Τυνήσιου προέδρου Κάις Σάγεντ από τη χρεοκοπία, αλλά σε αντάλλαγμα, η Τυνησία έπρεπε να δεσμευτεί να περιορίσει τη μετανάστευση προς την Ευρώπη. Έκτοτε, η χώρα του έχει γίνει βασικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αγώνα κατά της μετανάστευσης στην Κεντρική Μεσογειακή οδό.  

Ο Κάις Σάγεντ είναι ένας δύσκολος εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της διαχείρισης της μετανάστευσης και της εξωτερικοποίησης των συνόρων. Τα τελευταία χρόνια οδηγεί την Τυνησία σε μια όλο και πιο απολυταρχική πορεία, αλλά υποστηρίζει ότι μπορεί να προσφέρει πολιτική σταθερότητα και να περιορίσει τη ροή των μεταναστών προς την Ευρώπη.  

Η εξωτερικοποίηση των συνόρων, σε συνδυασμό με πολιτικές που επιδεινώνουν τις συνθήκες για τους μετανάστες στις χώρες διέλευσης, είναι από τους κύριους παράγοντες για τη δημιουργία σημείων συμφόρησης, ιδίως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. 

Μετανάστες πάνω σε διασωστικό σκάφος φτάνουν στο λιμάνι της Κατάνια, νήσος Σικελία, Ιταλία, 30 Ιουνίου 2024. EPA/ORIETTA SCARDINO

Επιπτώσεις στους μετανάστες 

Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι η διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου είναι η πιο επικίνδυνη διαδρομή στον κόσμο, θεωρείται αναμενόμενο ότι όσοι την ακολουθούν θα αντιμετωπίσουν πολλές δυσκολίες καθοδόν. Ωστόσο οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις για διάφορους λόγους, όπως η ανάγκη τους να ξεφύγουν από την άκρατη βία και ανασφάλεια που αντιμετωπίζουν στην πατρίδα τους ή η ανάγκη τους να προστατεύσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που παραβιάζονται συνεχώς, τόσο για τους ίδιους όσο και για τις οικογένειές τους. 

Επικίνδυνα ταξίδια υψηλού ρίσκου 

Η επιλογή της διαδρομής της Κεντρικής Μεσογείου για το ταξίδι που μπορεί να τους προσφέρει μια καλύτερη ζωή, ή και όχι, δεν είναι η πρώτη για τους ανθρώπους που διαφεύγουν από μια ήδη επισφαλή συνθήκη, σύμφωνα με το Νορβηγικό Συμβούλιο Προσφύγων. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι διακινδυνεύουν να διασχίσουν αυτήν τη γεωγραφική περιοχή αποτελεί απόδειξη της απελπισίας τους και της ανάγκης τους να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους βασανίζουν στην πατρίδα τους. Ο Τόντμαν εξηγεί «Πολλοί μετανάστες έχουν να αφηγηθούν οδυνηρές ιστορίες βασανιστηρίων, κράτησης, αλλά και σεξουαλικής βίας… Μπορούν να υποφέρουν σε τέτοιες συνθήκες για χρόνια». 

Επιπλέον, τα δίκτυα των διακινητών είναι ένα από τα πιο συχνά εμπόδια που συναντούν οι άνθρωποι στον δρόμο τους. Οι μετανάστες συχνά χρειάζονται τους διακινητές που υπόσχονται να τους μεταφέρουν από τα λιμάνια της Τυνησίας στη Λαμπεντούζα και από εκεί στην ιταλική ενδοχώρα έναντι υπέρογκων χρηματικών ποσών. Η βιομηχανία παράνομης διακίνησης μεταναστών στην Κεντρική Μεσόγειο αποτιμήθηκε σε 370 εκατομμύρια δολάρια το 2023. 

Ωστόσο, πολλοί παγιδεύονται σε έναν ατέρμονο κύκλο ανάμεσα στις δύο ακτές. Μετά τις νέες συμφωνίες της ΕΕ με την Τυνησία και την πάταξη της παράνομης διακίνησης μεταναστών, ο Τόντμαν εξήγησε ότι «περισσότεροι μετανάστες αποφασίζουν να επιχειρήσουν τη διέλευση μόνοι τους, χωρίς την υποστήριξη αυτών των διακινητών. Αυτό σημαίνει ότι συχνά επιβιβάζονται σε σκάφη που είναι ακόμη λιγότερο ασφαλή και ακόμη πιο υπερπλήρη». 

Έτσι προέκυψαν τα υψηλά ποσοστά ναυαγίων στη διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου, τα οποία έχουν προκαλέσει χιλιάδες θανάτους και αγνοούμενους. Αλλά ακόμη και αν το σκάφος καταφέρει να επιπλεύσει, είναι πολύ πιθανό να απωθηθεί, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κινδυνεύουν να συλληφθούν ή να αναγκαστούν να επιστρέψουν στη χώρα τους που πλήττεται από συγκρούσεις ή κρίσεις, πράγμα παράνομο σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων

Μια έρευνα του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλείται Αφρικανούς αιτούντες άσυλο που αναφέρουν ότι όταν η Τυνησιακή Ακτοφυλακή τους αναχαίτισε, αφού το σκάφος τους απέπλευσε από την ακτή κοντά στο Σφαξ με κατεύθυνση προς την Ιταλία, προσπάθησε σκόπιμα να προκαλέσει κύμα, μόνο και μόνο για να τους ωθήσει πίσω στο Σφαξ. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις ασφαλείας τους χτύπησαν με γκλομπ. Ένα αγόρι από τη Γουινέα είπε ότι κάποιος αξιωματικός τους απείλησε λέγοντας «Αν επιστρέψετε ξανά [στην Τυνησία], θα σας σκοτώσουμε». 

Παγιδευμένοι σε αυτήν την επικίνδυνη διαδρομή, δεν έχουν καν τη δυνατότητα να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τον τελικό τους προορισμό ή προς μια ασφαλέστερη χώρα. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται όσον αφορά τη μετανάστευση, δυσχεραίνουν τα ταξίδια των μεταναστών, με αποτέλεσμα να τους παγιδεύουν σε μια διαδρομή μπρος-πίσω μεταξύ Τυνησίας και Ιταλίας, δηλαδή σε μια επικίνδυνη συνθήκη. 

Στέρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων 

Η μεγαλύτερη ανάγκη των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις χώρες της υποσαχάριας και της βόρειας Αφρικής είναι η ασφάλεια και η σταθερότητα, ή, με νομικούς όρους, το άσυλο. Αν και η διεκδίκηση ασύλου αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα, είναι συχνά δύσκολο για τους μετανάστες να αποκτήσουν αυτό το νομικό καθεστώς. Ο πλησιέστερος προορισμός, αναχωρώντας από την Τυνησία, είναι η Ιταλία, αλλά η ιταλική κυβέρνηση δεν προσφέρει σαφή διέξοδο στους αιτούντες άσυλο από αυτές τις χώρες προέλευσης.  

Αυτό το εμπόδιο οδηγεί συχνά τους αιτούντες άσυλο να διασχίζουν παράνομα τα σύνορα. Παρόλα αυτά, η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων αναγνωρίζει ρητά ότι «οι πρόσφυγες μπορεί να αναγκαστούν να εισέλθουν παράτυπα σε μια χώρα ασύλου για να ζητήσουν προστασία». Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες διακηρύσσει ότι «οι πρόσφυγες θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα και να λαμβάνουν την ίδια βασική βοήθεια με κάθε άλλον αλλοδαπό που διαμένει νόμιμα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της σκέψης, της ελευθερίας της μετακίνησης και της προστασίας από βασανιστήρια και εξευτελιστική μεταχείριση». 

Οι μετανάστες από την υποσαχάρια και τη Βόρεια Αφρική που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της Κεντρικής Μεσογειακής οδού ταλαιπωρούνται από την έλλειψη νομικής βοήθειας, καθώς και από την έλλειψη πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, στην απασχόληση και στην εκπαίδευση. 

Ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης 

Οι άνθρωποι που έχουν εγκλωβιστεί στην Τυνησία και δεν μπορούν να διασχίσουν τη θάλασσα για να φτάσουν στην Ευρώπη ζουν υπό άθλιες συνθήκες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν πρόσβαση σε προσφυγικούς καταυλισμούς, καθώς και σε τρόφιμα, καθαρό νερό και ασφάλεια. Όπως αναφέρει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο αιτών άσυλο είναι ένα άτομο που εγκατέλειψε τη χώρα του υπό επικίνδυνες συνθήκες, όπως ένας πόλεμος, και ως εκ τούτου ζητά άσυλο ως πρόσφυγας σε άλλη χώρα. 

Παρόλο που οι καταυλισμοί προσφύγων δεν θεωρούνται πάντα ασφαλείς, συχνά παρέχουν στους πρόσφυγες πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση αναμονής στην Τυνησία δεν έχουν καν το δικαίωμα να φτάσουν σε ένα τέτοιο μέρος. Γι’ αυτό, εξηγεί ο Τόντμαν, «βλέπουμε μετανάστες να ζουν υπό πραγματικά άθλιες συνθήκες στην Τυνησία για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχουν αναγκαστεί να ζουν σε ελαιώνες ή να κοιμούνται στην άκρη του δρόμου, για χρόνια ολόκληρα». 

Επιπτώσεις στην ψυχική υγεία 

Παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο μεταξύ Τυνησίας και Λαμπεντούζα, χωρίς καμία ασφαλή εναλλακτική λύση στον ορίζοντα, πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες βιώνουν επιπλέον τραύματα. 

Μια ψυχολογική μελέτη του 2019 σχετικά με τη μετανάστευση και την ψυχική υγεία των προσφύγων στην Τυνησία αναφέρει ότι «ενώ η μετανάστευση δεν συνεπάγεται αυτόματα επακόλουθο τραύμα, είναι μια βαθιά μετάβαση ζωής που απαιτεί σημαντική προσαρμογή από την πλευρά του μετανάστη. Ο τρόπος με τον οποίο η ζωή ενός μετανάστη επηρεάζει την ψυχική του υγεία εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς η μετανάστευση χαρακτηρίζεται από περιόδους σχετικής ισορροπίας και άλλες περιόδους άγχους». 

Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι που μεταναστεύουν πέφτουν θύματα ρατσισμού και διακρίσεων, ακόμη και από τον ίδιο τον απολυταρχικό πρόεδρο της Τυνησίας

Μετανάστες, συμπεριλαμβανομένου ενός παιδιού, συγκεντρώνονται στο κέντρο υποδοχής του Ερυθρού Σταυρού στην οδό Τρες, Τορίνο, Ιταλία, 20 Σεπτεμβρίου 2023. EPA/ALESSANDRO DI MARCO

Επανεξετάζοντας τη μεταναστευτική πολιτική 

Η Κεντρική Μεσόγειος έχει καταστεί ένα κρίσιμο σημείο τομής των δυναμικών της ασφάλειας, της βοήθειας και της μεταναστευτικής πολιτικής. 

Αν και οι συζητήσεις συχνά επικεντρώνονται σε στατιστικές και τραγωδίες, οι περιφερειακοί φορείς μπορούν να διαμορφώσουν αποτελεσματικότερες πολιτικές με την καλύτερη ενσωμάτωση αυτών των εργαλείων. 

Εξωτερικοποίηση του ελέγχου της μετανάστευσης 

Ως απάντηση στις μεταναστευτικές ροές μεταξύ Τυνησίας και Ιταλίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εντείνει την επιτήρηση των συνόρων σε συνεργασία με την Τυνησία. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες αυτές μετατοπίζουν το πρόβλημα αντί να το επιλύουν, οδηγώντας σε περαιτέρω επιπτώσεις.  

Η Κέλσι Νόρμαν, ερευνήτρια για τη Μέση Ανατολή στο Ινστιτούτο Baker του Πανεπιστημίου Rice, σημείωσε ότι «πριν από την υπογραφή μιας σημαντικής συμφωνίας με την Τυνησία… δεν έγινε καμία αξιολόγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να κατανοήσουμε ποιες θα ήταν οι συνέπειες της συνεργασίας με την Τυνησία». Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνει την προσέγγισή της ως στρατηγική μείωσης των αφίξεων μεταναστών, ένα μέτρο που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θεωρούν επιτυχημένο. Ωστόσο, οι τυνησιακές αρχές υποχρέωσαν τον κόσμο να κατευθυνθεί προς τα σύνορα με τη Λιβύη. Εκεί, οι μετανάστες εξέφρασαν την επείγουσα ανάγκη τους για ανθρωπιστική βοήθεια. Με άλλα λόγια, η ασφαλειοποίηση ενισχύει τον ανθρώπινο πόνο αντί να τον αντιμετωπίζει.  

Η αυστηρή εστίαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ασφάλεια των συνόρων εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα· οι πολιτικές που προσανατολίζονται προς την Τυνησία ενισχύουν ουσιαστικά απολυταρχικές πρακτικές, αμφισβητώντας την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως υπέρμαχου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Ο εξισορροπητικός ρόλος της βόρειας Αφρικής 

Οι βορειοαφρικανικές χώρες έχουν αποκτήσει έναν διττό ρόλο στο οικοσύστημα της μετανάστευσης στη Μεσόγειο ως κόμβοι διέλευσης και ως πύλες εισόδου. Η σύμπλευση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι με τον Τυνήσιο πρόεδρο επιβεβαιώνει τον τρόπο με τον οποίο η συμφωνία του 2023 μεταξύ Τυνησίας και Ιταλίας δημιούργησε μια μετατόπιση στις μεταναστευτικές ροές, καθιστώντας την Τυνησία βασικό σημείο εκκίνησης για τους μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική.  

Παρά τη σημασία τους, τα κράτη της Βόρειας Αφρικής συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για την αποτελεσματική διαχείριση της μετανάστευσης. Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο Τόντμαν, η βοήθεια αυτή δημιουργεί μια επικίνδυνη εξάρτηση. «Οι βορειοαφρικανικές χώρες έχουν κίνητρο να επιτρέψουν σε ορισμένους μετανάστες να συνεχίσουν αυτό το ταξίδι, ώστε να συνεχίσουν να λαμβάνουν αυτού του είδους τη διεθνή υποστήριξη από την [Ευρωπαϊκή Ένωση] και από τις ευρωπαϊκές χώρες», εξηγεί. 

Ο ρόλος των ΜΚΟ: Υπεράσπιση, παρακολούθηση και ανθρωπιστική βοήθεια 

Καθώς η κρατική υποστήριξη συχνά απουσιάζει, οι μη κυβερνητικοί φορείς έχουν γίνει σανίδα σωτηρίας για τους μετανάστες. Προσφέρουν ζωτικής σημασίας ανθρωπιστική βοήθεια, υποστηρίζουν πιο ανθρώπινες μεταναστευτικές πολιτικές και καταγράφουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα. Ωστόσο, η δυνατότητά τους να λειτουργούν συχνά εξαρτάται από την έγκριση των κυβερνητικών αρχών. Όπως εξηγεί η Κέλσι Νόρμαν, «οι διεθνείς ΜΚΟ, και συχνά και οι εγχώριες, πρέπει να πάρουν την άδεια του Υπουργείου Εσωτερικών ή κάποιου άλλου υπουργείου για να λειτουργήσουν». 

Με τους σημερινούς περιορισμούς και την καταστολή, αυτή η εξάρτηση έχει δημιουργήσει ένα περιοριστικό περιβάλλον για τους εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, ιδίως στην Τυνησία. Σύμφωνα με τον Τόντμαν, «τα μέλη ορισμένων από αυτές τις ΜΚΟ που παρείχαν υπηρεσίες… ήταν τόσο φοβισμένα που αρνήθηκαν να μου μιλήσουν… Κάποιοι είπαν ότι θα μου μιλούσαν μόνο ιδιαιτέρως». Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο μέρος της υποστήριξης που παρέχεται στους μετανάστες προέρχεται πλέον από άτυπα δίκτυα μέσα στις ίδιες τις κοινότητες των μεταναστών –ένα εύθραυστο σύστημα με κρίσιμα κενά λόγω της κυβερνητικής αδράνειας και της παρακώλυσης των ΜΚΟ. 

Ένα σκάφος της Ιταλικής Ακτοφυλακής μεταφέρει μετανάστες στο νησί Λαμπεντούζα, νότια Ιταλία, 15 Σεπτεμβρίου 2023. EPA/CIRO FUSCO

Προς μια ολοκληρωμένη στρατηγική 

Η διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου, ιδίως η δίοδος μεταξύ Τυνησίας και Ιταλίας, έχει καταστεί σημείο καμπής στη μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης και, κυρίως, ένα πολύπλοκο και βαθιά ανθρώπινο ζήτημα. Οι ευρωπαϊκοί φορείς παρουσιάζουν όλο και περισσότερο την Τυνησία ως αδύναμο κρίκο στη διαχείριση της μετανάστευσης, ένα αφήγημα που δικαιολογεί αυστηρότερες πολιτικές.  

Ωστόσο, τα μέτρα αυτά έχουν υψηλό κόστος: άνθρωποι βρίσκονται παγιδευμένοι μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η στρατηγική αυτή, υποστηρίζει ο Τόντμαν, είναι σκόπιμη. «Σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν συμφέρον να κάνουν τη ζωή των μεταναστών στην Τυνησία όσο το δυνατόν πιο δύσκολη, ώστε αυτοί να μη φτάνουν καν μέχρι την Τυνησία» λέει ο Τόντμαν. Οι πολιτικές διαχείρισης της μετανάστευσης όχι μόνο έχουν αποτύχει να ανακόψουν τη ροή των μεταναστών προς την Ευρώπη, αλλά έχουν επίσης ενισχύσει αντιδημοκρατικούς παράγοντες. Η εμπλοκή αυτών των φορέων και η αποτυχία τους να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών τους έχει γίνει ένας πρόσθετος παράγοντας που οδηγεί στον εκτοπισμό. Τελικά, η συζήτηση επανέρχεται σε ένα θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για τους μετανάστες.  

Μια πιο βιώσιμη προσέγγιση απαιτεί από τις διάφορες κυβερνήσεις να ανοίξουν νόμιμες οδούς μετανάστευσης. Οι ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις θα μείωναν την πίεση στις χώρες διέλευσης και θα απαντούσαν στις ανάγκες της Ευρώπης για εργατικό δυναμικό. Με τη γήρανση του πληθυσμού και την αυξανόμενη ανάγκη για εργαζομένους στην Ευρώπη, η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό μέσω νόμιμων διαύλων θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρακτική λύση, η οποία θα ωφελούσε και τις δύο πλευρές. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στην επιτήρηση των συνόρων, παρατείνοντας τη λειτουργία ενός συστήματος όπου οι μετανάστες αναγκάζονται να ακολουθούν παράτυπες διαδρομές, πλουτίζοντας τους διακινητές και βαθαίνοντας την κρίση στη Βόρεια Αφρική. Οι εντατικοποιημένες πολιτικές εξωτερικοποίησης και οι υφιστάμενες συμφωνίες με τις χώρες της Βόρειας Αφρικής αποσκοπούν στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και στην αποτροπή των αναχωρήσεων προς την Ευρώπη. Μια πρόσφατη προσέγγιση της ΕΕ που εξετάζει το ενδεχόμενο δημιουργίας στρατοπέδων απέλασης εκτός των συνόρων της για την απώθηση των αιτούντων άσυλο εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον αυτό αποτελεί ρεαλιστική απάντηση στις μεταναστευτικές πιέσεις.  

Η μετανάστευση ήταν πάντα μέρος της ανθρώπινης ιστορίας και θα συνεχίσει να είναι. Δεν είναι μια ανωμαλία που πρέπει να εξαλειφθεί, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Χωρίς μια αλλαγή στρατηγικής, η Μεσόγειος θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως νεκροταφείο για εκείνους που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον και οι πολιτικές που αποσκοπούν στον έλεγχο των συνόρων θα εντείνουν τις προκλήσεις. 


Συντακτική ομάδα: Ελένη Κουντουμάδη, Ελένη Μόδου, Μυρτώ Ναστούλη, Γιάννης Παπαδαντωνάκης, Ιωάννα Πέτσιου, Κωνσταντίνα Μαρία Πλατανάρη, Κατερίνα Σιώμου, Αθανασία Σπηλιοπούλου, Δημήτρης Τσεκούρας, Liliane De Brauwer

Μετάφραση κειμένου: Εβίτα Λύκου
Υποτιτλισμός οπτικοακουαστικού περιεχομένου: Ανατολή Σταυρουλοπούλου

Οι φωτογραφίες οι οποίες περιλαμβάνονται στην παρούσα αναδημοσίευση είναι διαφορετικές από εκείνες που παρουσιάζονται στο πρωτογενές δημοσίευμα.  
 
H πρωτογενής δημοσίευση είναι αποτέλεσμα του CSIS Journalism Bootcamp, που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο 2024 στην Ουάσινγκτον και στο οποίο συμμετείχαν δέκα φοιτητές και φοιτήτριες του Δημοσιογραφικού Εργαστηρίου του Παντείου Πανεπιστημίου, μαζί με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Παντελή Βατικιώτη. Η παραγωγή της πρωτογενούς δημοσίευσης έγινε με την καθοδήγηση ομάδας μεντόρων/προσωπικού του CSIS iDeas Lab.